ξεκούρντιστος

ξεκούρντιστος
-η, -ο
αυτός που δεν είναι κουρντισμένος, ο ακούρντιστος: Άφησε το ρολόι ξεκούρντιστο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξεκούρδιστος — και ξεκούρντιστος και ξεκούρδιτος, η, ο αυτός που δεν έχει κουρδιστεί, ακούρδιστος, ή αυτός που ξεκουρδίστηκε …   Dictionary of Greek

  • παράχορδος — η, ο μουσ. 1. (για ήχο) αυτός που παράγεται όχι από τη χορδή που έπρεπε να κρουσθεί, αλλά από άλλη, διπλανή, δηλαδή ο παράτονος, ο παράφωνος, ο δυσαρμονικός 2. (για έγχορδο όργανο) ο κουρντισμένος εσφαλμένα ή άσχημα, ο κακοκουρντισμένος ή ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”